ραβάσσω

ραβάσσω
και αττ. τ. ραβάττω Α
(κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) προκαλώ κρότο, ιδίως χορεύοντας ή κρατώντας τον ρυθμό με το πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ. που συνδέεται πιθ. με τον τ. τον οποίο παραδίδει ο Ησύχ. «ἀρράβακα
ὀρχηστήν
ἀπό τοῦ ἀρραβάσσειν ὅἔστι ὀρχεῖσθαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ῥαβάττειν — ῥαβάσσω make a noise pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”